- βραχυκεφαλία
- η анат. брахицефалия
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βραχυκεφαλία — η ανθρωπομετρικός χαρακτήρας ατόμων των οποίων το πλάτος της κεφαλής φθάνει τα τέσσερα πέμπτα του μήκους της … Dictionary of Greek
βραχυκέφαλος — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται ένα κρανίο που έχει κεφαλικό δείκτη, δηλαδή σχέση σε εκατοστά μεταξύ του μέγιστου πλάτους της κορυφής της κεφαλής και του μέγιστου μήκους της, μεγαλύτερο του 80. * * * η, ο (Α βραχυκέφαλος, ον) νεοελλ. αυτός που… … Dictionary of Greek
υπερβραχυκέφαλος — η, ο, Ν ανθρωπολ. αυτός που χαρακτηρίζεται από βραχυκεφαλία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hyperbrachycephal (< υπερ * + βραχύς + κεφαλή). Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στον Κλ. Στέφανο] … Dictionary of Greek
υπερβραχυκεφαλία — η, Ν ανθρωπολ. υπερβολική βραχυκεφαλία, χαρακτηριστικό τών κρανίων που έχουν πολύ μικρό μήκος και πολύ μεγάλο πλάτος και είναι σχεδόν σφαιρικά. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hyperbrachycephaly < υπερ * + βραχύς + κεφαλή] … Dictionary of Greek
αδριατική ή δειναρική φυλή — Χαρακτηριστικός τύπος φυλής, που ονομάζεται έτσι γιατί απαντάται προπάντων κατά μήκος των κεντρικών και βόρειων ακτών της Αδριατικής. Τα χαρακτηριστικά της γνωρίσματα είναι: ψηλό ανάστημα, βραχυκεφαλία και ορθογναθισμός (κεφάλι βραχύ και ψηλό),… … Dictionary of Greek
αλπική φυλή — Κύρια χαρακτηριστικά της είναι η έντονη βραχυκεφαλία (δηλαδή κεφάλι πολύ πλατύ σε σχέση με το μήκος του κρανίου), κεφαλικός δείκτης μεταξύ 85 και 87, πλατύ πρόσωπο, σχετικά μικρή και συχνά κυρτή μύτη, ανοιχτό χρώμα επιδερμίδας, όχι όμως τόσο όσο… … Dictionary of Greek
υπερβραχυκεφαλία — η υπερβολική βραχυκεφαλία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)